- αλόφιλα ή αλόφυτα
- Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα παραθαλάσσια όσο και τα ηπειρωτικά. Εμφανή δείγματα αλοφίλου βλάστησης συναντώνται κυρίως γύρω από την Κασπία θάλασσα και σε άλλες ερημικές ζώνες, τόσο της Ασίας όσο και άλλων περιοχών του κόσμου, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ερήμων και αλμυρών στεπών. Από τα ξυλώδη αλόφιλα, σημαντικότερα είναι τα είδη του γένους αλόξυλο (η λέξη σημαίνει ακριβώς «φυτό ξυλώδες των αλμυρών εδαφών»).
Από τα ποώδη, εκτός από μερικά αγρωστώδη (όπως η σπαρτίνα η στενόφυλλη), α. είναι πολυάριθμα χυμώδη φυτά της οικογένειας των χηνοποδιιδών (είδη των γενών σαλσόλα, σαλικόρνια και αρθροκνήμη), μερικά αρμυρίχια (ταμάριξ) και μερικά είδη του γένους στατική (κοινώς, αμάραντος), μεταξύ των οποίων η στατική η λειμώνια (κοινώς, θαλασσόγαμπρος) με τα μικροσκοπικά γαλάζια άνθη και η στατική η γραφική, που συναντάται στα παραθαλάσσια αλίπεδα της Αττικής, της Πελοποννήσου, των Ιόνιων νησιών, των Κυκλάδων και της Κρήτης.
Χαρακτηριστικό είδος αλόφιλου, γνωστό με την ονομασία στατική.
Dictionary of Greek. 2013.